Οι υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά, είχαν μόνιμα στημένο τον αργαλειό και δούλευαν ασταμάτητα καθώς δέχονταν συνέχεια παραγγελίες. Ήταν κουραστική και πολύπλοκη εργασία και αμείβονταν σε είδος, και σπάνια σε χρήματα. Υπήρχαν και νοικοκυριά που έστηναν τον αργαλειό το χρονικό διάστημα που δεν υπήρχαν γεωργικές δουλειές και υφαίνανε τα απαραίτητα για την οικογένειά τους.
Η πρώτη ύλη ήταν το μαλλί, που περνούσε από πολλές διαδικασίες μέχρι να γίνει νήμα. Πρώτα κούρευαν τα πρόβατα, γνωστό ως ‘κουρά’. Επειδή πρόβατο με πρόβατο έδινε διαφορετική ποιότητα μαλλιού, όπως και κάθε μέρος του προβάτου, γινόταν η διαλογή του μαλλιού. Τα μακριά μαλλιά τα χρησιμοποιούσαν για τις φλοκάτες και τα κοντά και μαλακά μαλλιά για τις κουβέρτες, τα κιλίμια, τις πετσέτες κ.α. Όταν τέλειωνε η κουρά, τοποθετούσαν τα μαλλιά σε τσουβάλια, τα φόρτωναν στα μουλάρια μαζί με ένα μεγάλο καζάνι και πήγαιναν στο ποτάμι.
Εκεί άναβαν φωτιά, έβαζαν το μαλλί στο καζάνι και το ζεματούσαν στο ζεστό νερό. Στη συνέχεια το έβγαζαν από το καζάνι και το χτυπούσαν με τις κοπανίδες (ειδικό ξύλο για το χτύπημα των ρούχων στο πλύσιμο) μέχρι να αφρίσει και να φύγει η σαριά (βρωμιά). Τη σαριά την κρατούσαν για να τη χρησιμοποιήσουν αργότερα για το βάψιμο των φλοκατών και των άλλων ειδών. Αφού έφευγε όλη η βρομιά και άσπριζε το μαλλί, το ρίχνανε στα κρύα νερά του ποταμού για να πλυθεί πάλι και στη συνέχεια το στράγγιζαν. Η καθαρή ίνα που απέμενε ήταν το 50% του ακατέργαστου μαλλιού, καθώς το υπόλοιπο 50% ήταν διάφορες λιπαρές ουσίες, φυτικές ίνες, υγρασία και σκόνη.
Τοποθετούσαν το καθαρό μαλλί στα τσουβάλια και επέστρεφαν στο σπίτι. Το άπλωναν στους φράχτες για να στεγνώσει στον ήλιο και στη συνέχεια το άνοιγαν με τα χέρια τους (ξάσιμο) και το αποχνούδωναν για να είναι εύκολο στη χρήση του. Στη συνέχεια το μαλλί οδηγείτε στην ειδική μηχανή για την κατεργασία του (λανάρα). Το μαλλί που ήταν για τις φλοκάτες γίνονταν αφράτες τούφες (μπάλες) και στη συνέχεια κλωστή. Το μαλλί που ήταν για κουβέρτες, χαλιά κ.α. γινόταν φιτίλι που το έγνεθαν έπειτα στο σπίτι με το τσικρίκι (ροδάνι), όπου είναι ένα από τα αρχαιότερα κλωστήρια. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία της νηματοποίησης όπου γινόταν στη λανάρα, λάδωναν πρώτα το μαλλί. Τελευταίο κρατούσαν αυτό που ήταν για τα σκουτιά τους, που το έγνεθαν οι ίδιες με τη ρόκα (όργανο για το γνέσιμο μαλλιού), όπου στερέωναν την τούφα (τουλούπα) και το σφοντύλι (στρογγυλό λεπτό ξύλο που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού για να επιταχύνει την περιστροφική κίνηση) με το αδράχτι, όπου τυλιγόταν το νήμα.
Μετά τη νηματοποίηση, ακολουθούσε η βαφή του νήματος όπου χρησιμοποιούσαν υλικά που προέρχονταν από τη φύση και γι’ αυτό απαιτούσε γνώσεις και προσοχή. Ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να δώσουν, μάζευαν ρίζες διάφορων δέντρων, φύλλα από κορομηλιά, βελανιδιά, φλούδες από πουρνάρι, αγριοπιπεριές και πολλά άλλα. Εάν ήθελαν να δώσουν καφέ χρώμα χρησιμοποιούσαν φύλλα καρυδιάς και καρυδότσουφλα, για κίτρινο χρησιμοποιούσαν φύλλα άσπρης μουριάς κ.α. Βράζανε σε ένα καζάνι τα σχετικά φύλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν, και στη συνέχεια προσθέτανε και το νήμα που ήθελαν να βάψουν. Για να δέσει καλά το χρώμα και να μη ξεβάφει, πρόσθεταν και άλλα υλικά όπως ξίδι και αλάτι. Ακολουθούσε το ξέπλυμα με κρύο νερό και το στέγνωμα στον ήλιο. Μετά περνούσαν το νήμα τεντωμένο γύρω από τους πασσάλους που ήταν στημένοι στην αυλή του σπιτιού τους. Αυτό τους διευκόλυνε στην ύφανση. Εδώ τελείωνε όλη η διαδικασία της προετοιμασίας του μαλλιού και ακολουθούσε η ύφανσή του στον αργαλειό.
Ο αργαλειός ήταν μια ξύλινη κατασκευή που στηνόταν στο σπίτι. Υπήρχαν τρεις τύποι αργαλειών: ο όρθιος, ο πλαγιαστός και του ‘λάκκου’. Ο πιο συνηθισμένος ήταν ο πλαγιαστός. Η κατασκευή του γινόταν από ειδικούς μαραγκούς ή από πρακτικούς τεχνίτες. Τοποθετούσαν τέσσερις ξύλινους στύλους σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Έπειτα στήριζαν στις στενές πλευρές του δυο ξύλα σε σχήμα κυλίνδρου. Στο ένα από αυτά τύλιγαν το στημόνι (τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού που ανάμεσά τους πλέκεται το υφάδι). Οι κλωστές του στημονιού περνούσαν μια – μια από τα μιτάρια (εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα) και μετά από κάθε δόντι του ξυλόχτενου. Τα νήματα ανεβοκατέβαιναν με τη βοήθεια δύο ξύλων που βρισκόταν στα πόδια της υφάντρας (ποδαρίστρες) και συνδέονταν με σχοινιά με τα μιτάρια. Όταν πατούσε η υφάντρα τη μια «ποδαρίστρα», κατέβαινε το μιτάρι και μαζί κατέβαιναν και οι κλωστές του στημονιού που ήταν περασμένες σε αυτό. Ανάμεσα στα δυο μιτάρια δημιουργούνταν ένα κενό, μέσα από το οποίο περνούσε το υφάδι που ήταν τυλιγμένο στη σαΐτα (υφαντικό εργαλείο). Πατούσε μετά η υφάντρα στην άλλη «ποδαρίστρα» και κατέβαινε το δεύτερο μιτάρι που σταύρωνε το στημόνι. Και τότε η υφάντρα χτυπούσε το υφάδι με το ξυλόχτενο, για να το επαναφέρει πίσω στη θέση του. Έτσι υφαινόταν το πανί και συγχρόνως τυλιγόταν στο μπροστινό κυλινδρικό ξύλο, το αντί (εξάρτημα του αργαλειού), που στεκόταν σταθερό με τη βοήθεια του σφίχτη (τοξοειδής ξύλο με μια τρύπα από όπου περνάει το σχοινί), που ήταν στο δεξί χέρι της υφάντρας. Ο σφίχτης ήταν απαραίτητο εξάρτημα, γιατί κρατούσε σωστή και σφιχτή τη ύφανση. Αν το ύφασμα που ύφαιναν ήταν λεπτό (μεταξωτό ή βαμβακερό), χρησιμοποιούσαν ένα άλλο εργαλείο, την τσίγκλα (σίδερο που κρατάει τεντωμένη την ύφανση), ώστε να στέκεται τεντωμένο.
Σήμερα η τέχνη του αργαλειού και το επάγγελμα της υφάντρας έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες μηχανές, καθώς υπάρχουν λίγες υφάντρες που δουλεύουν ακόμη αυτή τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση που άφησαν οι προηγούμενες γενιές.