Για να φτιαχτούν τα τσαρούχια, οι τσαρουχοποιοί έπαιρναν το αποτύπωμα του δεξιού ποδιού του πελάτη, βάζοντας ένα χαρτί στο πάτωμα και ακουμπούσαν το πόδι πάνω σε αυτό. Με το μολύβι έκαναν το περίγραμμα του πέλματος και στη συνέχεια με τη μεζούρα μετρούσαν το μήκος και το φάρδος του ποδιού στα δάχτυλα και στο κουτουπιέ.
Στη συνέχεια ετοιμάζανε το καλοπόδι, όπου για τα τσαρούχια ήταν ειδικά, μπροστά στα δάχτυλα είχαν ένα μικρό βαθούλωμα και η μύτη ήταν γυριστή προς τα επάνω. Κόβανε πάνω στο καλοπόδι τον πάτο, όπου ήταν από χοντρό δέρμα. Μουσκεύανε τον πάτο μέσα σε ένα κουβά με νερό για δέκα λεπτά περίπου, το βγάζανε και το στραγγίζανε καλά. Στη συνέχεια το καρφώνανε κάτω από το πέλμα του καλοποδιού. Αν περίσσευε χρησιμοποιούσαν τη φαλτσέτα και το φέρνανε ίσα με το καλοπόδι. Μετά βγάζανε σε χαρτί το στάμπο, δηλαδή το πατρόν. Σύμφωνα με το στάμπο κόβανε στη συνέχεια σκληρή βακέτα και με τη μανταριστική τανάλια, τη μοντάρανε επάνω στο καλοπόδι, πιάνοντάς την από κάτω με καρφιά.
Για να στερεωθεί καλά ο πάτος, κόβανε μια λεπτή λουρίδα από δέρμα δυο πόντους φάρδος και τη στερεώνανε γύρω γύρω από τον πάτο με ξυλόπροκες. Στη συνέχεια παίρνανε διάφορα κομμάτια από δέρμα και γέμιζαν τη γούβα που είχε δημιουργηθεί στον πάτο. Τα καρφώνανε και αυτά με ξυλόπροκα και τα φέρνανε σε μια ευθεία.
Μετά ακολουθούσε η κατασκευή της σόλας. Κόβανε πάλι με χαρτί ένα στάμπο σύμφωνα με το πέλμα του πελάτη και πάνω σε αυτό κόβανε τη σόλα από χοντρό δέρμα. Τη βάζανε για ένα τέταρτο στο νερό να μουσκέψει και αφού τη στραγγίζανε καλά, φτιάχνανε πρώτα με τον κατσαπρόκο (ένα κοντό σουβλί) τρύπες ολόγυρα στο πέλμα και ύστερα τη στερεώνανε στο πέλμα του καλοποδιού με ξυλόπροκες. Αφήνανε τα τσαρούχια κανά δυο ώρες να στεγνώσουν και ύστερα άρχιζε η κατασκευή των τακουνιών.
Τα τακούνια φτιάχνονται και αυτά με κομμάτια δέρμα που τα καρφώνανε πάλι με ξυλόπροκες. Από έξω βάζουνε ένα μονοκόμματο δέρμα που το καρφώνουνε με μεταλλικά μυτάκια πλατυκέφαλα.
Στη συνέχεια φτιάχνανε το μπροστινό μέρος του τσαρουχιού όπου κόβανε ένα σκληρό δέρμα και αφού το βρέχανε πρώτα, το μοντάρανε στη μύτη δημιουργώντας μια κυκλική καμπύλη.
Καθώς αφήνανε τα τσαρούχια να στεγνώσουν, ετοίμαζαν τη φούντα. Η φούντα ήταν από μάλλινα νήματα, τη ράβανε πάνω στο τσαρούχι με τσαρουχόραμμα (χοντρό σπάγκο) και με το ψαλίδι την ψαλίδιζαν για να της δώσουν ωραίο σχήμα.
Τέλος καρφώνανε στο πέλμα τις πρόκες και στο τακούνι και στη μύτη βάζανε μεταλλικά πέταλα. Όταν στέγνωναν τα τσαρούχια, τα γυαλίζανε με βερνίκι και βάζανε καραμπογιά γύρω από τη σόλα. Ύστερα με τον ειδικό γάντζο τραβούσανε το καλοπόδι, λειαίνανε εσωτερικά με το εργαλείο τις ξυλόπροκες για να μην ενοχλούν τον πελάτη και περνούσανε εσωτερικά ένα λεπτό δέρμα.