Την περίοδο που φύτευαν τα καλαμπόκια, φύτευαν τριγύρω και φουκαλόσπορο, ο οποίος θέλει χωράφι με γερά χώματα και μάλιστα ποτιστικό για να μεγαλώσει. Σε δυο με τρεις μήνες, αν ψίλωνε το φυτό, το έκοβαν. Το καθάριζαν όπως καθαρίζουν και τα καλαμπόκια και το έτριβαν με λινάρι. Αν το χόρτο ήταν χοντρό, το έσκιζαν, ανάλογα με το πάχος που είχε, σε δύο ή τρία κομμάτια. Ύστερα το έκοβαν στο μήκος τόσο μεγάλο όσο ήθελαν να φτιάξουμε τη σκούπα, το ‘φουκάλι’.
Αφού έκοβαν το χόρτο, το μούσκευαν στο νερό καμιά ώρα και ύστερα το άφηναν να στεγνώσει. Αφού στέγνωνε καλά, το έβαζαν στο ξύλο. Εκεί χρειαζόταν τέχνη για να το στερεώσουν με σύρμα γύρω γύρω και να γίνει όμορφη η σκούπα.
Αφού στερεωνόταν, έπαιρναν μια σακοράφα και έραβαν το σπάγκο κατά διαστήματα. Κάνανε τρία, τέσσερα ραψίματα ως τη μέση της σκούπας. Το κάτω μέρος το αφήναν ελεύθερο, αλλά όταν ο σκουπάς ήταν τεχνίτης, το χόρτο δεν έφευγε. Το μυστικό στην καλή σκούπα ήταν το χόρτο. Αν το χόρτο ήταν σκληρό, η σκούπα δεν σκούπιζε καλά.