Ο λουστραδόρος σύχναζε συνήθως σε πλατείες με μεγάλη κίνηση. Χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο κασελάκι όπου γύρω γύρω κρεμόντουσαν οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα. Γυάλιζε τα καθρεφτάκια του και τα μπρούντζινα σκαλισμένα στολίδια στο κασελάκι του για να προσελκύσει τους πελάτες του. Αυτός καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και τους περίμενε υπομονετικά. Μερικές φορές έκανε διάφορα κόλπα με τις βούρτσες στον αέρα, για να τους προσελκύσει.
Το βάψιμο των παπουτσιών ήθελε προσοχή για να μη λερωθεί ο πελάτης. Έβαζε πρώτα ο πελάτης το πόδι του στη μέση της κασέλας, όπου είχε μια ειδική βάση. Ύστερα ο λουστραδόρος γύριζε το ρεβέρ του παντελονιού του πελάτη και μετά έβαζε γύρω από το πόδι χαρτόνια από άδεια πακέτα τσιγάρων για να μη λερωθούν οι κάλτσες. Αν ήταν λασπωμένο το παπούτσι, το καθάριζε με μια σπάτουλα και μετά περνούσε το χρώμα σε όλη την επιφάνεια του παπουτσιού με μια μικρή βούρτσα. Ύστερα από λίγα λεπτά, αφού στέγνωνε το χρώμα, άπλωνε μια γυαλιστερή αλοιφή με το δάχτυλό του όλο το παπούτσι.
Ακολουθούσε το γυάλισμα με μια μαλακή βούρτσα και ύστερα με ένα βελούδινο πανί περνούσε όλο το παπούτσι για να γυαλίσει. Ο λουστραδόρος δεν σταματούσε το γυάλισμα, μέχρι το παπούτσι να αστράψει, έπρεπε να φτάσει στη μεγαλύτερη δυνατή γυαλάδα.