Ο κρεοπώλης τα παλιά χρόνια ήταν πλανόδιος και συνηθιζόταν να τον αποκαλούν μακελάρη. Γύριζε στις γειτονιές πουλώντας κομμάτια κρέας σε ξύλινες τάβλες. Συνήθως οι ίδιοι έσφαζαν τα πρόβατα, τα κατσίκια και τα ζυγούρια, και τα έκοβαν σε κομμάτια και τα πουλούσε.
Τα ζώα σφάζονταν πρωί πρωί. Ο κρεοπώλης έδενε με σχοινί δυο ξύλινες τάβλες στα πλαϊνά του αλόγου ή του μουλαριού και κρεμούσε από τους ξύλινους γάντζους που υπήρχαν στο πάνω μέρος κάθε τάβλας μεγάλα κομμάτια κρέας. Φορούσε μια άσπρη ποδιά και τους καλοκαιρινούς μήνες, για να προφυλάξει το κρέας από τις μύγες και τα έντομα, είχε μια τριχωτή φούντα φτιαγμένη από ουρά αλόγου για να τα διώχνει. Ο κρεοπώλης έπρεπε να είναι πολύ καθαρός, γιατί οι πελάτες έλεγχαν πρώτα την ποιότητα και την καθαριότητα και μετά διάλεγαν το κομμάτι που ήθελαν. Ο κρεοπώλης έκοβε το κρέας με το μεγάλο μαχαίρι, γνωστή ως χαντζάρα, και στη συνέχεια το ζύγιζε για να υπολογίσει το κόστος του.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα ψυγεία και το φρεσκοκομμένο ζώο διατηρούνταν 24 ώρες. Για να το συντηρήσουν, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, το έβαζαν σε βαθιά πηγάδια λόγω της δροσιάς του νερού που υπήρχε μέσα σε αυτό και το προφύλαγε από τη ζέστη. Έτσι έδεναν τα κομμάτια κρέας με σχοινιά και τα κατέβαζαν στο βάθος του πηγαδιού. Όσοι δεν είχαν πηγάδια, το έβαζαν σε υπόγεια. Το χειμώνα, έθαβαν το κρέας μέσα στο χιόνι.