Οι τεχνίτες σχεδίαζαν πρώτα σε χαρτί το σχέδιο της καρέκλας και μετά άρχιζαν να το κατασκευάζουν. Ήταν στη φαντασία και στην τέχνη του κάθε τεχνίτη το σχέδιο που θα ακολουθούσε. Μόλις συμφωνούσε ο πελάτης στο σχέδιο και στο κόστος αυτής, ξεκινούσε η κατασκευή της.
Ο σκελετός της καρέκλας ήταν το πρώτο στάδιο, κόβανε με το πριόνι τα ξύλα που χρειαζόντουσαν για το σκελετό και τα σφίγγανε με τη μέγγενη (εργαλείο που συσφίγγει τα ξύλα) για να μπορούν να τα δουλέψουν. Ύστερα παίρνανε τα μπλάνι και μπλάνιζαν τα ξύλα για να τα φτιάξουν στρογγυλά ή τετράγωνα, ανάλογα με το σχέδιο της καρέκλας. Μετά ξύνανε το ξύλο με ένα μαχαίρι και με μια ξυλόρασπα ‘τρώγανε’ το περίσσευμα.
Αφού τελειώνανε το μπλάνισμα, τρυπούσαν με τη ρίδα τα ξύλα και φτιάχνανε στρογγυλές τρύπες στα τέσσερα πόδια του σκελετού, όπου και στερέωναν τα δυο στρογγυλά πλαϊνά ξύλα. Έτσι στερεώνανε τον σκελετό. Ύστερα ‘ρασπάρανε’ τα ξύλα, δηλαδή με μια οδοντωτή λίμα τα λειαίνανε και τα γυαλοχαρτάρανε με γυαλόχαρτο ή τζάμι. Τέλος, μοντάρανε το σκελετό, κολλώντας και καρφώνοντας τα ξύλα.
Στη συνέχεια ακολουθούσε το πλέξιμο του ψαθί, το οποίο τα αγοράζανε έτοιμο. Τότε το ψαθί κόστιζε 2 δραχμές η οκά. Πρώτα το μουσκεύανε από το βράδυ για να μαλακώσει και το πρωί ήταν έτοιμο.
Για να γίνει πιο λεπτή και περιποιημένη η δουλειά, έσχιζαν το ψαθί στη μέση. Πλέκοντας το ψαθί έκαναν και διάφορα κεντίδια χρησιμοποιώντας το καλάμι της βρίζας (σίκαλης). Κόβανε το καλάμι της βρίζας, το καθαρίζανε από κόμπο σε κόμπο, το δένανε σε μικρά κομμάτια και το ρίχνανε σε ένα καζάνι με μπογιά, ανάλογη με το χρώμα που θέλανε να το βάψουν. Τις καλές καρέκλες της σάλας τις έπλεκαν ολόκληρες με ψαθί βρίζας.
Ο χρόνος όπου χρειαζόταν για το πλέξιμο του ψαθιού μιας καρέκλας, ήταν περίπου 3 ώρες. Αυτή την εργασία την έκαναν συνήθως οι γυναίκες.
Ο καρεκλάς επίσης επιδιόρθωνε καρέκλες, πλέκοντας τη βάση του ξύλινου πλαισίου. Πρώτα έκοβε το κατεστραμμένο κομμάτι της βάσης και έβρεχε το ψαθί για να μαλακώσει και να μπορεί να το επεξεργαστεί ευκολότερα. Ξεκινούσε το πλέξιμο από τις άκρες και τέλειωνε στο κέντρο. Όταν τέλειωνε το πλέξιμο, έκοβε τις άκρες του ψαθί που προεξείχαν.