Ο ξυλοκόπος είναι αυτός που κόβει ξύλα από το δάσος για βιοποριστικούς λόγους. Έκοβε τα ξύλα και τα μετέφερε στον τόπο κατανάλωσής τους. Τα ξύλα που έκοβε ήταν από μικρούς θάμνους μέχρι τεράστιους κορμούς δέντρων, ανάλογα με τις ανάγκες που ήθελαν να καλύψουν. Στη συνέχεια τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια και στα άλογα και κατευθύνονταν στο χωριό για να τα πουλήσουν.
Υπήρχαν σταθεροί πελάτες, όπως οι φούρναροι, όπου έδιναν παραγγελία για το πώς επιθυμούσαν τα ξύλα. Υπήρχαν πελάτες όπου ήθελαν ολόκληρα τα ξύλα ή τεμαχισμένα. Στη δεύτερη περίπτωση πλήρωναν στην ‘κορδέλα’ για να τους τα κόψει. Η ‘κορδέλα’ ήταν ένα κάθετο πριόνι μήκους 60 εκατοστών περίπου, στερεωμένο σε ένα ξύλινο πλαίσιο και προσαρμοσμένο στην καρότσα ενός κάρου, που κινούνταν με ‘μοτόρι’. Ο θόρυβος που έκανε, ήταν πολύ δυνατός και η κοπή των ξύλων διαρκούσε σχεδόν όλη τη μέρα.
Εάν ο πελάτης ήθελε να του φέρουν κομμένα τα ξύλα, τότε ο ξυλοκόπος τα έκοβε σε τέτοιο μέγεθος για να χωράνε στη σόμπα. Αυτή η εργασία κόστιζε παραπάνω για τον πελάτη. Πολλές φορές όμως τα ξύλα ήταν χοντρά και δεν χωρούσαν στη σόμπα. Τότε οι νοικοκυραίοι έπαιρναν το τσεκούρι και τα έσκιζαν σε μικρότερα κομμάτια.
Στις μεγάλες πόλεις οι ξυλοκόποι συγκέντρωναν μεγάλες ποσότητες ξύλων σε ένα περιφραγμένο μέρος ή σε αποθήκες, όπου μπορούσαν οι πελάτες να αγοράσουν την ποσότητα που επιθυμούσαν.