Οι ταμπάκηδες της Θεσσαλίας κατεργάζονταν δέρματα από βόδια, γουρούνια, μοσχάρια και γίδες. Συγκέντρωναν τα δέρματα και τα έβαζαν στο ποτάμι για να μαλακώσουν. Στην συνέχεια έκοβαν τα δέρματα στη μέση, τα τοποθετούσαν στο καβαλέτο και τα έξυναν με το ειδικό μαχαίρι και να αφαιρέσουν τα υπολείμματα κρέατος και λίπους. Τα τοποθετούσαν πάλι στο ποτάμι για μερικές ώρες και αφού τα έπλεναν καλά, τα μετέφεραν στο εργαστήριό τους.
Εκεί τα ασβέστωναν για να αφαιρέσουν το μαλλί. Το μάδημα του μαλλιού γινόταν με τα χέρια καλά λαδωμένα για να μη ματώνουν. Έπειτα έβαζαν τα δέρματα σε γούρνες ή σε σιδερένια βαρέλια όπου έριχναν αραιωμένο ασβεστοπολτό και τα άφηναν εκεί 24 ώρες για να φουσκώσουν. Τα μετέφεραν πάλι στο ποτάμι, τα ξέπλεναν καλά και τα ξανατοποθετούσαν στο καβαλέτο για να τα ξαναξύσουν.
Στη συνέχεια τα μετέφεραν πάλι στο εργαστήρι και τα έβαζαν στην ξύλινη βαρέλα, όπου ήταν γεμάτο με κόπρανα σκύλων και κουτσουλιές από κότες, ο λεγόμενος «σαμάς». Εκεί με την ανέμη φτερωτή έφερναν γύρο τα δέρματα για 3 ώρες για να μαλακώσουν.
Την επόμενη μέρα, ξέπλεναν καλά τα δέρματα και τα τοποθετούσαν σε άλλη ξύλινη βαρέλα όπου περιείχε κατεργαστικά υλικά, δηλαδή εκχυλίσματα βελανιδιού και πεύκου και τα άφηναν εκεί για 30 περίπου μέρες. Στο διάστημα αυτό οι ταμπάκηδες γύριζαν τα δέρματα πρωί και βράδυ, τα «άργαζαν» όπως λέγανε, για να απορροφήσουν τις κατεργαστικές ουσίες.
Όταν τις απορροφούσαν, οι ταμπάκηδες τα έβγαζαν από τη βαρέλα, τα στράγγιζαν και τα τοποθετούσαν σε ένα τρίποδο, τη λεγόμενη «γαϊδούρα». Στη συνέχεια τοποθετούσαν τα δέρματα πάλι σε κατεργαστικές ουσίες, όπου για 5 μήνες το «άργαζαν» καθημερινά.
Τέλος τοποθετούσαν τα δέρματα σε βαρέλι με αλμυρό νερό, όπου τα άφηναν ένα 24ωρο. Ύστερα τα τοποθετούσαν στο μαρμάρινο τραπέζι και με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου, της τουναλέτας, τα στράγγιζαν και τα έστρωναν με προσοχή δίνοντάς τους την τελική μορφή. Στη συνέχεια τα λάδωναν και αφού τα τελάρωναν, τα άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν.