Οι ψαράδες των λιμνών δούλευαν σε ομάδες τριών ή έξι ατόμων γνωστά ως ‘ντουκιάνια’. Έφτιαχναν την καλύβα τους στο μέρος όπου ψάρευαν, το λεγόμενο ‘φουντάνι’. Οι καλύβες τους ήταν φτιαγμένες από μακριά ξύλα, τα ‘λούρα’, από καλάμια και ραγάζια και είχαν στο κέντρο του δαπέδου μια πέτρινη εστία για να μπορούν να μαγειρεύουν.
Ο χρόνος που περνούσαν σε αυτές τις καλύβες ήταν μεγάλος, σχεδόν 9 μήνες με μικρές παύσεις όπου επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες λόγω των καιρικών φαινομένων. Συνήθως ψάρευαν με δίχτυα, με γρίπο (είδος τράτας) ή κατίκια (καλαμωτές ψαροπαγίδες).
Λόγω του πολύ χρόνου που περνούσαν ψαρεύοντας, πουλούσαν τα ψάρια τους στους πλανόδιους ψαράδες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα πουλούσαν στον κόσμο. Έβαζαν τα ψάρια πάνω σε μια στρογγυλή τάβλα την οποία την στήριζαν στο κεφάλι τους με το ένα χέρι, και στο άλλο χέρι είχαν έναν κουβά με δροσερό νερό για να δροσίζουν τα ψάρια τους και να τα διατηρούν φρέσκα. Με αυτό τον τρόπο γυρνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Με τον καιρό, όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ο πάγος, αντικαταστήθηκε η τάβλα και το πανέρι με το καρότσι, όπου έβαζαν τα ψάρια τους σε καφάσια και τα πασπάλιζαν με κομμάτια πάγου, για να τα διατηρήσουν φρέσκα.