Λόγω του πολύ χρόνου που περνούσαν ψαρεύοντας, πουλούσαν τα ψάρια τους στους πλανόδιους ψαράδες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα πουλούσαν στον κόσμο. Έβαζαν τα ψάρια πάνω σε μια στρογγυλή τάβλα την οποία την στήριζαν στο κεφάλι τους με το ένα χέρι, και στο άλλο χέρι είχαν έναν κουβά με δροσερό νερό για να δροσίζουν τα ψάρια τους και να τα διατηρούν φρέσκα και γυρνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά φωνάζοντας για την πραμάτεια τους.