Λόγω του ότι όλες οι μετακινήσεις γινόντουσαν με τα ζώα, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στο πετάλωμα των ζώων. Τα πέταλα ήταν τα ‘σιδερένια’ παπούτσια που τοποθετούνταν στις οπλές των ζώων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, δηλαδή να μη γλιστράνε. Το πετάλωμα ή αλλιώς καλύγωμα γινόταν κάθε τρεις με έξι μήνες, ανάλογα με τη φθορά που υπήρχε.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν μια τανάλια για να βγάζει τα παλιά πέταλα, ένα ειδικό μαχαίρι ‘σατίρα’ με το οποίο έκοβε το ξερό νύχι του ζώου, ένα σφυρί για να καρφώνει τα καρφιά και μια λίμα για να λιμάρει τα νύχια του ζώου μετά το πετάλωμα.
Η διαδικασία του πεταλώματος ήταν δύσκολη και αρκετές φορές επικίνδυνη δουλειά, ανάλογα το άλογο που έπρεπε να πεταλώσει. Ο πεταλωτής έδενε το άλογο και αν ήταν ζωηρό και υπήρχε κίνδυνος να κλωτσήσει κατά το πετάλωμα, του έδενε τη μουσούδα με τη ‘γιαβασιά’ και την έσφιγγε αργά αργά μέχρι να πονέσει και έτσι να ηρεμήσει. Μετά πήγαινε από το μπροστινό μέρος του ζώου, κάτω από το λαιμό του, σήκωνε κάθε φορά ένα πόδι και το πετάλωνε. Αν δυσκολευόταν, είχε βοηθό που κρατούσε το πόδι του ζώου ή έδενε το πόδι με την ουρά του με ένα σχοινί.
Αν το ζώο είχε ξαναπεταλωθεί, έβγαζε ο πεταλωτής με την τανάλια τα παλιά πέταλα και ύστερα έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε, για να έλθει η οπλή στο φυσικό της σχήμα και να εφαρμόσει σωστά το πέταλο. Προηγουμένως, φρόντιζε να ζεστάνει τα πέταλα, που τα αγόραζε συνήθως έτοιμα από τους σιδεράδες. Όπως ήταν ζεστά, τα τοποθετούσε στο πέλμα του ζώου και αφού τα εφάρμοζε ακριβώς, τα έβγαζε και τα βύθιζε σε κρύο νερό. Μετά τα κάρφωνε με καρφιά, προσέχοντας να μην τα καρφώσει στο ξερό κρέας του ποδιού και πληγωθεί το ζώο. Διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος να κουτσαθεί το ζώο και αφού πρώτα θεραπευόταν το πόδι με ειδικό απολυμαντικό υγρό (κρεολίνη) για να μη μολυνθεί το ζωντανό, ξεκινούσε από την αρχή το πετάλωμα.
Ανάλογα με το που χρησιμοποιούσαν τα άλογα, υπήρχε και διαφορετικό πετάλωμα. Στα άλογα που χρησιμοποιούσαν για μεταφορές στα βουνά τοποθετούσαν ολόκληρα πέταλα που είχαν και τακούνια, για να μη γλιστράνε, ενώ στα άλογα που χρησιμοποιούσαν στον κάμπο τοποθετούσαν τα γύφτικα (μισοφέγγαρο). Εκτός από τα άλογα, πετάλωναν τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και το ζευγάρι των βοδιών που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για το όργωμα ή για μεταφορές, για να πατάνε γερά. Τα βόδια τα ξαπλώνανε για να τα πεταλώσουνε, λόγω του όγκου τους, και έδεναν τα πόδια τους ανά δύο και τα έβαζαν σε διχάλα. Ο πεταλωτής όταν τέλειωνε με το πετάλωμα, καλλώπιζε τα άλογα, καθώς κούρευε την κοιλιά τους για να μην ιδρώνουν και χτένιζε τη χαίτη τους.