Το επάγγελμα του κασερομάστορα, όπως και τα περισσότερα παραδοσιακά επαγγέλματα, περνούσε από γενιά σε γενιά. Το κασέρι το παρασκεύαζαν οι κασερομάστορες σε μικρά ξύλινα ή πέτρινα οικήματα γνωστά ως κασαρίες. Εκεί ανακάτευαν το γάλα με ένα ένζυμο από το στομάχι των ζώων, την πιτιά, και το τοποθετούσαν σε καζάνια για να το ζεστάνουν.
Όταν έπηζε το γάλα, κομμάτιαζαν το μείγμα και το ξαναζέσταιναν σε μεγαλύτερη θερμοκρασία. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν σε τσαντίλες για να στραγγίξει το τυρόγαλο και να σφίξει. Το στραγγισμένο αυτό μείγμα ονομαζόταν ‘μπασκί’. Ζέσταιναν ένα χώρο με σόμπες και άφηναν το μπασκί να ωριμάσει 3 με 5 μέρες και μετά το τεμάχιζαν και το έβαζαν σε μεγάλες ξύλινες κόφες. Τις κόφες τις βουτούσαν σε καζάνια με ζεστό νερό, ανακατεύοντας συνεχώς το μπασκί για να γίνει μια ομοιογενής μάζα.
Φτάνοντας στο τελευταίο στάδιο παρασκευής του κασεριού, έβαζαν το μπασκί σε τραπέζια και το αλάτιζαν με χοντρό αλάτι. Στη συνέχεια το ζύμωναν με τα χέρια και το τοποθετούσαν για ένα εικοσιτετράωρο σε καλούπια για να πάρει το επιθυμητό σχήμα. Ακολουθούσε η μεταφορά του κασεριού από τις κασερίες στα υπόγεια των σπιτιών, όπου υπήρχε σταθερή θερμοκρασία και τα τοποθετούσαν σε τεζάκια για να ωριμάσουν. Παρέμεναν στα υπόγεια για 3 μήνες και στη συνέχεια τα πουλούσαν στους εμπόρους.