Ο χαλκωματάς για να φτιάξει το χαλκό, τον έλιωνε πρώτα στο χυτήριο και μετά τον έριχνε σε τετράγωνα καλούπια, και τον άφηνε να σταθεροποιηθεί. Η διαδικασία επεξεργασίας του φύλλου χαλκού απαιτούσε συνεχώς φωτιά κατά τη διάρκεια όλων των εργασιών (λέπτυνση, σχηματοποίηση, κόλληση). Όταν στερεωνόταν ο χαλκός, τον έβαζε στη φωτιά και αφού κοκκίνιζε καλά τον έβαζε πάνω στο αμόνι, όπου τον κρατούσαν με την τσιμπίδα 5 με 6 άτομα γύρω γύρω από το αμόνι και άρχιζαν να τον χτυπούν με μεγάλα σφυριά μέχρι να διαμορφωθεί στο πάχος που ήθελαν. Υπήρχαν όμως και τεχνίτες όπου τον αγοράζανε έτοιμο σε μεγάλα φύλλα και τον έκοβαν ανάλογα με το σκεύος που ήθελαν να φτιάξουν.
Εάν ο χαλκωματάς ήθελε να φτιάξει ένα κακάβι, έκοβε πρώτα τον πάτο και άφηνε ολόγυρα προεξοχές. Έπειτα έκοβε το πλευρό, δηλαδή το γύρω γύρω του κακαβιού και ετοίμαζε τη χαλκοπότιση με αλάτι, βόρακα και τσίγκο με μπρούντζο. Το αλάτι το έβαζε σε ένα δοχείο και το έκαιγε στη φωτιά για να σταματήσει το πρατσάρισμα (θόρυβο που κάνει το αλάτι όταν καίγεται). Όταν σταματούσε, έβαζε το αλάτι στο χαβάνι, το στουμπούσε και μετά το κοσκίνιζε με ψιλή σίτα. Ανακάτευε το αλάτι με το βόρακα και την μπρουντζοκόλληση και γινόταν ένα μείγμα με σκόνη. Στη συνέχεια έπαιρνε τον πάτο του κακαβιού, όπου είχε αφήσει τις προεξοχές, εφάρμοζε γύρω το πλευρό και χτυπούσε τις προεξοχές στο αμόνι για να δέσει ο πάτος με το πλευρό.
Πριν την ώρα της βράσης, βουτούσε το κακάβι μέσα στο νερό και μετά σιγά σιγά άλειφε με το χέρι το κακάβι από έξω και από μέσα, στα σημεία όπου βρίσκονταν οι προεξοχές, δηλαδή στο ένωμα. Άφηνε τη σκόνη να στεγνώσει λίγο και έβαζε το κακάβι στο καμίνι. Με τη ζέστη, η σκόνη έλιωνε, άπλωνε και ποτίζε καλά όλες τις προεξοχές. Στη συνέχεια έβαζε το κακάβι στο αμόνι και χτυπούσε τις προεξοχές για να σφίξουν. Έτσι γινόταν μια καλή ραφή στο ένωμα και ο πάτος με το πλευρό γινόταν ένα.
Όταν τελείωνε αυτό το κομμάτι της εργασίας, έβαζε σε ένα δοχείο αλάτι, νερό και μισατίρι, το ανακάτευε καλά και με το μείγμα άλειφε το κακάβι. Μετά έβαζε πάλι το κακάβι μέσα στο καμίνι και όταν κοκκίνιζε το έπιανε με μια τσιμπίδα και το βουτούσε στο νερό. Με το νερό έφευγε η πολύ μαυρίλα που είχε το κακάβι από το καμίνι. Το έπαιρνε μετά και το έτριβε με νερό και βιτριόλι για να καθαρίσει. Το ξέπλενε με μπόλικο νερό και το έτριβε με άμμο. Αυτή η διαδικασία γινόταν δύο με τρεις φορές, μέχρι να καθαρίσει καλά. Αφού το καθάριζε καλά το έβαζε μέσα σε πριονίδι για να φύγει η υγρασία. Όταν στέγνωνε το σφυρηλατούσε. Η σφυρηλασία θέλει καλό τεχνίτη με σταθερό χέρι και φαντασία για να φτιάξει ωραία σχήματα. Το κακάβι ολοκληρώνεται μετά από 2 μέρες.