Ο χαλβατζής αγόραζε το σησάμι από τον παραγωγό, το έβαζε σε μεγάλες ξύλινες κάδες και το μούσκευε για 4 με 5 ώρες για να μαλακώσει η φλούδα του και να βγει πιο εύκολα. Οι κάδες αυτές είχαν στη βάση τους μια κάνουλα με μια σίτα μπροστά για να συγκρατεί το σησάμι. Αφού άδειαζαν το νερό και στράγγιζαν καλά το σησάμι, το έριχναν μέσα σε ξύλινες κοπάνες και 2 άντρες κοπάνιζαν με ξύλινους κόπανους το σησάμι ώσπου να ξεφλουδίσει. Αμέσως μετά έριχναν το σησάμι σε κάδη με άλμη πυκνότητας 12 βαθμούς μπωμέ. Με την άλμη η μεν φλούδα του σησαμιού κατακαθόταν στον πάτο της κάδης σαν λάσπη, το δε αποφλοιωμένο σησάμι επέπλεε.
Για να ξεπλένουν το σησάμι, ο χαλβατζής μάζευε το σησάμι με λαμαρινένιες σέσουλες (μικρό κοίλο φτυαράκι) τρυπητές για να φεύγει το νερό, και το έριχνε σε μια άλλην κάδη, όπου έπεφτε τρεχούμενο νερό και έφευγε από μια κάνουλα που βρισκόταν στη βάση της κάδης, αφού πρώτα ξέπλενε το σησάμι.
Μετά το ξέπλυμα το σησάμι ήταν έτοιμο για ψήσιμο. Ο χαλβατζής άναβε τους φούρνους που είχαν διάμετρο 2,5 μέτρα και αφού τους έκαιγε καλά, έριχνε μέσα το σησάμι λίγο λίγο και το έψηνε για 2 με 3 ώρες, καθώς φρόντιζε να το ανακατώνει συνεχώς με ξύλινες διχάλες. Όσο πιο καλά ψηνόταν το σησάμι τόσο πιο λεπτό (λιγότερο παχύρευστο) έβγαινε το ταχίνι.
Ο τρόπος με τον οποίο καταλάβαιναν ότι το σησάμι είχε ψηθεί, ήταν ο χαρακτηριστικός κρότος (κρακ κρακ) που έβαζε κοντά στο αυτί.
Μετά το ψήσιμο ο χαλβατζής έβαζε το σησάμι στο μύλο, ο οποίος δούλευε με μαγκάνι. Ένα άλογο έκανε κύκλους και γύριζε τις μυλόπετρες. Καθώς οι μυλόπετρες συνέθλιβαν το ψημένο σησάμι, έβγαινε το ταχίνι (σησαμοπολτός), το οποίο έβαζαν σε τενεκέδες.
Στη συνέχεια ο χαλβατζής έβαζε σε ένα καζάνι τη ζάχαρη με τη γλυκόζη. Τα έλιωνε με νερό και αφού πρόσθετε μία οκά τσουένι, έβραζε το μείγμα ανακατώνοντάς το συνεχώς. Το τσουένι όπου ήταν ένα υγρό, είχε την ιδιότητα να ασπρίζει τη ζάχαρη και να τη φουσκώνει και παρασκευαζόταν από τη ρίζα ενός εισαγόμενου φυτού από την Τουρκία. Το προϊόν που έβγαινε μετά το βράσιμο ονομαζόταν ‘αγδάς’.
Αμέσως μετά ο χαλβατζής έβαζε σε ένα μεγάλο καζάνι το ταχίνι, έριχνε μέσα και τον ‘αγδά’, τα ανακάτωνε καλά και τα ζύμωνε με τα χέρια πολύ ώρα. Όταν ο χαλβάς ήταν έτοιμος και ζεστός, τον τοποθετούσε σε τενεκεδένιους κουβάδες και τον άφηνε να κρυώσει. Την επομένη το προϊόν ήταν έτοιμο για κατανάλωση.