Ο σιδεράς είναι από τα αρχαιότερα επαγγέλματα, αφού από τότε που ανακαλύφθηκε το σίδερο, ο άνθρωπος έμαθε να το χρησιμοποιεί. Έφτιαχνε τσάπες, φτυάρια, κασμάδες, υνιά, άροτρα, στεφάνια για βαρέλια, δρεπάνια, μασίνες, λεπίδες, μαχαίρια, σχεδόν τα πάντα που ήταν από σίδερο.
Η δουλειά του ήταν δύσκολη και ανθυγιεινή. Όλη μέρα σφυρηλατούσε το πυρακτωμένο σίδερο με το σφυρί, για να του δώσει τη μορφή που ήθελε. Ζέσταινε το σίδερο στο καμίνι που έκαιγε με κάρβουνο, συντηρώντας τη φωτιά με το φυσερό (μονόφτερο ή δίφτερο). Όταν κοκκίνιζε το σίδερο, το έπαιρνε με την τσιμπίδα και το έβαζε πάνω στο αμόνι (σιδερένια βάση) όπου άρχιζε να το σφυρηλατεί. Συνήθως είχε και βοηθούς ο σιδεράς που τον βοηθούσαν στο αμόνι ή χειρίζονταν το φυσερό.
Ο χώρος όπου εργαζόντουσαν ήταν σκοτεινός και φωτίζονταν από τη φωτιά που άναβε για να λιώνουν το μέταλλο. Οι τοίχοι και τα τζάμια ήταν καπνισμένα. Το δάπεδο ήταν χωματένιο και το καμίνι που ζεσταίνανε το σίδερο ήταν χτιστό. Στους τοίχους είχαν κρεμασμένα τα εργαλεία τους, χαλκάδες, σφυριά, βαριοπούλες, τσιμπίδες, ψαλίδια και στο κέντρο ήταν το αμόνι και τα καλούπια.