Ο πασουμτζής έπαιρνε έτοιμα, επεξεργασμένα δέρματα, συνήθως μαύρα και καφέ γιατί αυτά είχαν περισσότερη ζήτηση. Έβαζαν τον πελάτη να πατήσει με γυμνό πόδι πάνω σε ένα χαρτί και έκανε το περίγραμμα του ποδιού με μολύβι. Μετρούσε με τη μεζούρα το πάχος του ποδιού στα δάχτυλα και στην καμάρα. Στήριζε το δέρμα στην τάβλα και το έκοβε με τη φαλτσέτα, λάμα 30 εκατοστών περίπου, σύμφωνα με το στάμπο που ήταν από χαρτόνι. Στη συνέχεια έκοβε τη φόδρα που ήταν από δέρμα προβιάς ή γίδας και τη γάζωνε από την ανάποδη.
Αφού τέλειωνε με το πανώδερμα, το φόντι, έπαιρνε το καλοπόδι (υπήρχαν καλοπόδια σε διάφορα μεγέθη) έκοβε τους πάτους που ήταν από μαλακό δέρμα (παρικόπετσο) και πάνω σε αυτό μόνταρε το φόντι. Δηλαδή τραβούσε με μια τανάλια το πανώδερμα και το κάρφωνε πάνω στους πάτους με τις πρόκες, γνωστές ως σπράγγες.
Ύστερα όλο το σύνολο τα σπάτωνε με το βούρδουλο και μετά έραβε τη σόλα με ένα ειδικό σουβλί που το έλεγαν σπαθάτο ή πλακό, ανάλογα με το πόσο περιποιημένη δουλειά ήθελε ο πελάτης.
Όταν τελείωνε και η σόλα, κάρφωνε το τακούνι που ήταν πέτσινο και είχε ύψος 2 εκατοστά περίπου. Μετά ξεφόρμαρε τη σόλα με ένα ρασπάκι (εργαλείο σιδερένιο με δοντάκια που τρώει το περίσευμα), ύστερα την έξυνε με γυαλί και στη συνέχεια με υαλόχαρτο. Έβαφε τη σόλα με μπογιά και με κεράκι, που είχε το ίδιο χρώμα με το φόντι και έτριβε ολόγυρα τη σόλα. Μετά πύρωνε ένα σίδερο που το λέγανε λαμπούγιο και με αυτό σιδέρωναν την περιφέρεια της σόλας για να δώσει γυαλάδα. Οι πελάτες ήταν κυρίως φτωχοί και δεν είχαν πολλά χρήματα να δώσουν. Έτσι ο πασουμτζής δεν έκανε πολύ καλή δουλειά.