Οι οργανοπαίχτες εργάζονταν κατά κομπανίες, που αποτελούνταν από τέσσερα με πέντε άτομα. Η τέχνη μεταδιδόταν από πατέρα σε γιο, και οι κομπανίες απαρτίζονταν από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Τα πιο συνήθης όργανα που εξασκούσαν οι οργανοπαίχτες ήταν το βιολί, το κλαρίνο, το ντέφι, το λαούτο και το σαντούρι. Σύχναζαν σε πανηγύρια και ήταν περιζήτητοι στους γάμους και στα γλέντια.
Παλιότερα ήταν πολύ σημαντικό να βρεις καλούς και γνωστούς οργανοπαίχτες που θα έντυναν μουσικά ένα γάμο. Οι οργανοπαίχτες διάλεγαν και αυτοί με τη σειρά τους σε ποιον γάμο θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ανάλογα με τον κόσμο που θα μαζευόταν. Αν ήξεραν ότι το σόι ήταν μεγάλο και είχε πολλούς χορευταράδες, έβγαζαν πολλά ‘τυχερά’ και δεν ζητούσαν μεγάλη αμοιβή από τον πελάτη τους. Αν όμως ήξεραν ότι δεν θα είχαν πολλά ‘τυχερά’, στη συμφωνία ζητούσαν περισσότερα χρήματα ή βρίσανε δικαιολογίες για να μην παρευρεθούν στο γάμο.
Συνήθως σε κάθε περίσταση του γάμου έπαιζαν συγκεκριμένα τραγούδια, άλλο όταν ξύριζαν το γαμπρό, άλλο όταν ντυνόταν η νύφη, άλλο όταν έβγαινε από το πατρικό της σπίτι για να πάει στην εκκλησία, και έτσι ο κόσμος ήξερα σε ποια φάση βρίσκεται ο γάμος.
Τέλος όταν υπήρχε έλλειψη μπάντας στις εθνικές γιορτές και στις παρελάσεις, παρείχαν τις υπηρεσίες σου.