Ο γαλατάς άρμεγε πρωί πρωί τις αγελάδες του, τις κατσίκες του ή τα πρόβατά του, όποιο ζωντανό είχε ο κάθε γαλατάς, και κρατούσε μερικό γάλα για να κάνει η οικογένειά του τυρί ή γιαούρτι και το υπόλοιπο το πουλούσε. Γέμιζε στα γκιούμια (βαθιά μπακιρένια σκεύη με στόμιο) το φρέσκο γάλα και τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του και στη συνέχεια κατευθύνονταν στις γειτονιές. Όταν έφτανε στον προορισμό του, έδενε το γαϊδουράκι του σε κάποιο δέντρο και άρχισε να μοιράζει το γάλα. Είχε μια μικρή κούπα όπου γεμάτη ζύγιζε μισή οκά και έτσι υπολόγιζε την ποσότητα που πουλούσε. Είχε μόνιμους πελάτες, πρώτα έκανε τη μοιρασιά σε αυτούς και αν περίσσευε, γύριζε στις γειτονιές και προσπαθούσε να πουλήσει το υπόλοιπο. Όλοι ήθελαν γάλα, γιατί ήταν φρέσκο και ολόπαχο.