Ο Κερατζής ήταν ο άνθρωπος ο οποίος διέθετε έναν αριθμό αλόγων και έκανε μεταφορές εμπορευμάτων και ανθρώπων, έναντι κάποιας αμοιβής. Οι πιο συνηθισμένες διαδρομές ήταν σε κοντινές πόλεις, αλλά πραγματοποιούσαν και μακρινά ταξίδια από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο και στην Μακεδονία.
Η δουλειά του κερατζή ήταν δύσκολη και απαιτούσε σκληραγώγηση, γιατί υπήρχαν περιπτώσεις όπου έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες αλλά και με ληστές. Η σχέση που είχε ο αγωγιάτης με τα άλογά του ήταν πολύ σημαντική και ιδιαίτερη. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου τους έδιναν και γυναικεία ονόματα.
Δεν υπήρχαν πολλοί δρόμοι και οι αποστάσεις ήταν μακρινές. Μια απόσταση 50 χιλιομέτρων την έκαναν σε 9 με 10 ώρες, γιατί μετά από κάποια χιλιόμετρα έπρεπε να ξεκουραστούν τα ζώα, να ξεκουραστεί και ο αγωγιάτης που τις περισσότερες φορές πήγαινε πεζός για να μην κουράζει με το βάρος του τα ζώα. Ξεφόρτωναν τα ζώα από το φορτίο τους και αμέσως έτριβαν το κορμί τους με άχυρο για να στεγνώσουν από τον ιδρώτα.
Πολλές φορές για να κάνουν πιο σύντομη την απόσταση, χρησιμοποιούσαν στενά και απότομα μονοπάτια, δένοντας με σχοινί το ένα ζώο πίσω από το άλλο.
Όταν οι πελάτες που είχαν νοικιάσει το καραβάνι ήταν ευκατάστατοι και το ταξίδι θα διαρκούσε 2 ή 3 μέρες, έπαιρναν μαζί τους και κομπανίες οργανοπαιχτών για να τους διασκεδάζουν στις στάσεις που θα έκαναν.
Όταν ο κερατζής γνώριζε πολύ καλά τη διαδρομή, φρόντιζε μόλις σουρουπώσει να σταματήσει το καραβάνι του σε κάποιο χάνι ή σε κάποιο λιβάδι. Εκεί ξεφόρτωναν τα ζώα και έβαζαν τα ντέγκια (μπόγους) και τα δισάκια ολόγυρα σχηματίζοντας έναν κύκλο. Στη συνέχεια άναβαν μια μεγάλη φωτιά για να μην πλησιάζουν τα αγρίμια και στρώνανε κουβέρτες και καθόντουσαν, έτρωγαν και κοιμόντουσαν. Το άλλο πρωί με το ξημέρωμα συνέχιζαν το ταξίδι.
Η αμοιβή του αγωγιάτη ήταν γενικά καλή για κείνα τα χρόνια. Η δουλειά όμως, δύσκολη και εξαντλητική.