Της Αγγελικής Μπουμπούκα
boubouka@enet.gr
Η πρωτοφανής οικολογική καταστροφή που βιώνει η χώρα κινητοποίησε τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ολο και περισσότερες ΜΚΟ, άλλωστε, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, προσανατολίζονται, τα τελευταία χρόνια, στο μείζον θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ωστόσο, λίγες απ’ αυτές είναι αρκετά ισχυρές ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στη συνδιαμόρφωση της δημόσιας διαβούλευσης. Αλλά ακόμη κι αυτές δύσκολα μπορούν να έχουν πραγματική επαφή με τους πολίτες που θεωρητικά εκπροσωπούν.
Αντιθέτως, συνδέονται όλο και στενότερα με το κράτος, που τις χρηματοδοτεί, και θέλουν να μονοπωλήσουν το χώρο και να επιβάλουν τις δικές τους προτεραιότητες.
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα συμπεράσματα έρευνας για τις ελληνικές Μη Κυβερνητικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις (ΜΚ-ΠΟ), που πραγματοποιεί ο Ι. Μποτετζάγιας, λέκτορας του τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αποστέλλοντας κάθε χρόνο ερωτηματολόγιο στις 247 ΜΚ-ΠΟ που είναι καταγεγραμμένες από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Στόχος είναι να καταγραφεί ο αριθμός μελών και προσωπικού, οι δράσεις και οι οικονομικοί πόροι της κάθε οργάνωσης.
Δύο κατηγορίες:
Το 2005, το ερωτηματολόγιο απαντήθηκε μόνο από 29 ΜΚ-ΠΟ (το 2004 απάντησαν 16) και η μικρή ανταπόκριση (8,5%) δεν επιτρέπει την εξαγωγή αντιπροσωπευτικών συμπερασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, δίνει μια εικόνα του χώρου.
1. Ανάμεσα σε 247 περιβαλλοντικές ΜΚΟ ξεχωρίζουν 10 κεντρικές με μεγάλο αριθμό μελών και εργαζομένων: Greenpeace, WWF, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Εταιρεία, ΜΟΜ-Σύλλογος Προστασίας της Μεσογειακής Φώκιας, Νέα Οικολογία (λειτουργούσε κατά τη διάρκεια της έρευνας αλλά έχει πλέον αδρανήσει), Σύλλογος Προστασίας Θαλάσσιας Χελώνας, Μεσόγειος SOS, Αρκτούρος, Ορνιθολογική Εταιρεία.
2. Σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων, κατά κανόνα πολύ λίγα μέλη έχουν δικαίωμα ψήφου. Για παράδειγμα η WWF Ελλάς έχει 5.500 μέλη, αλλά μόνο τα 10 μέλη του δ.σ. έχουν δικαίωμα ψήφου.
Στην άλλη πλευρά συνωστίζεται η πλειονότητα των «περιφερειακών» οργανώσεων, που εξαρτώνται από τις συνδρομές των μελών τους, τα οποία έχουν όλα δικαίωμα ψήφου.
Λόγω διάφορων παραγόντων που έχουν σχέση κυρίως με το μικρό μέγεθός τους, δεν έχουν δυνατότητα παρέμβασης στην κεντρική πολιτική περιβάλλοντος. «Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τον σημαντικό ρόλο που επιτελούν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο», διευκρινίζει ο Ι. Μποτετζάγιας.
3. Αυτές οι δύο κατηγορίες λειτουργούν σαν δύο διαφορετικοί κόσμοι και σπάνια συνεργάζονται. Γενικά, το δίκτυο των ΜΚ-ΠΟ «παρουσιάζει πολύ μικρά ποσοστά συνεργασίας». Οι μόνες που συνεργάζονται είναι οι 10 κεντρικές οργανώσεις -λόγω δομικής και ιδεολογικής ομοιότητας- αλλά μόνο μεταξύ τους και όχι με το υπόλοιπο δίκτυο.
4. Η έλλειψη συνεργασίας των κεντρικών με τις περιφερειακές ΜΚΟ αποδίδεται σε στρατηγική διαφοροποίησης, συμπεριφορά που αναπτύσσουν διεθνώς οι ΜΚΟ που προσπαθούν να αποδείξουν «μοναδικότητα ή ανωτερότητα έναντι των ανταγωνιστών τους» στη διεκδίκηση πόρων.
Αλλά και «οι κρατικές υπηρεσίες προτιμούν να συνεργάζονται με τις “τυποποιημένες” περιβαλλοντικές ομάδες παρά με εθελοντικές. Οι ΜΚ-ΠΟ, ειδικά όσες δεν έχουν κινηματική προϊστορία, τείνουν να υιοθετούν “επαγγελματικές” και “γραφειοκρατικές” δομές», επισημαίνει ο Ι. Μποτετζάγιας. Χρησιμοποιούν, δηλαδή, περισσότερο εξειδικευμένο προσωπικό αντί εθελοντών στη διαχείρισή τους και στηρίζονται οικονομικά σε συνδρομητές αντί σε ενεργά μέλη με δικαίωμα ψήφου.
5. Το γεγονός ότι οι μεγάλες οργανώσεις κατέχουν ηγεμονική θέση στο ευρύτερο δίκτυο περιβαλλοντικών ομάδων «είναι αποτέλεσμα της διάδρασης μεταξύ πόρων και έργων/προγραμμάτων τα οποία διαχειρίζονται, κάλυψης από τα ΜΜΕ, ευρύτερης κοινωνικής αναγνώρισης και επιλογής τους από την πολιτεία ως κατάλληλων και φερέγγυων συνομιλητών», εξηγεί ο ερευνητής.
«Κάτι τέτοιο παρατηρείται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και θεωρείται μάλλον αναπόδραστη εξέλιξη για περιβαλλοντικές οργανώσεις προστασίας της φύσης (envi-ronmental groups), σε αντίθεση με τις περισσότερο κινηματικές οικολογικές οργανώσεις» (ecology groups).
6. Τα προγράμματα LIFE και οι κρατικές επιδοτήσεις μέσω ΥΠΕΧΩΔΕ υπήρξαν ο σημαντικότερος χρηματοδότης των περισσότερων από τις μεγάλες ελληνικές ΜΚ-ΠΟ.
Στην πορεία αποδείχτηκε πως το τίμημα ήταν η υπερ-εξάρτησή τους από τα προγράμματα, «σε σημείο που για ορισμένες η όποια αναστάτωση στη ροή προγραμμάτων να ισοδυναμεί με οικονομική κρίση».
Σήμερα η Greenpeace στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε συνδρομές μελών, ενώ το WWF στα έσοδα από μέλη, τις κρατικές επιχορηγήσεις και προγράμματα LIFE (12% από έκαστη πηγή, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του 2007).
7. Στοιχεία για τις υπόλοιπες οργανώσεις δεν υπάρχουν, καθώς οι περισσότερες αποφεύγουν συστηματικά να κοινοποιούν δημοσίως οικονομικά δεδομένα ή το κάνουν λόγω καταστατικής υποχρέωσης μόνο προς τα μέλη τους.
Οικονομική αδιαφάνεια
Υπάρχουν κεντρικές ΜΚ-ΠΟ που έχουν κύκλο εργασιών που ξεπερνά το 1 εκατ. ευρώ ετησίως και ελέγχονται από ορκωτούς λογιστές. Γενικά, πάντως, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι ΜΚΟ αντιμετωπίζουν θέματα λογοδοσίας και διαφάνειας ως ζητήματα που επαφίενται στη διακριτική τους ευχέρεια.
8. Επιπλέον, η σημερινή αντίληψη περί ΜΚ-ΠΟ τις θέλει να λειτουργούν είτε ως εταιρείες κοινωνικής ευθύνης που παράγουν αγαθά για προσωπική ή εταιρική χρήση είτε ως υποκατάστατο των κρατικών υπηρεσιών, αντίδοτο στις όποιες κρατικές ελλείψεις.
Είναι ενδεικτικό ότι τα περιεχόμενα των μελετών που πραγματοποιούν οι οργανώσεις, π.χ. στο πλαίσιο των προγραμμάτων LIFE μπορούν να κατοχυρωθούν με διπλώματα ευρεσιτεχνίας και συνήθως δεν κοινοποιούνται.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο ερευνητής, «αν επιθυμούμε να ενισχύσουμε τη δημόσια διαβούλευση για το περιβάλλον, εντός της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών, θα έπρεπε να μπορεί κανείς να διαχειριστεί τη συγκεκριμένη πληροφορία και γνώση ως δημόσιο -και όχι ατομικό- κεφάλαιο».
9. Το ουσιαστικό πρόβλημα, κατά τον Ι. Μποτετζάγια, παρουσιάζεται εξαιτίας της αντίληψης που έχουν οι κεντρικές ελληνικές ΜΚ-ΠΟ για την αποστολή τους: «Αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους μάλλον ως “διαδικαστικό”: ανάληψη προγραμμάτων, παραγωγή εξειδικευμένης γνώσης, συμβουλευτικός ρόλος, συμμετοχή σε θεσμοθετημένες επιτροπές. Ετσι διαχρονικά αποκόπτονται τόσο από το ευρύτερο δίκτυο όσο και από τις κοινωνικές τους ρίζες».
(πηγή: ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 02/09/2007)