Το Φαινόμενο “Satisficing”
Το 1950, ο καθηγητής, ερευνητής και συγγραφέας Herbert A. Simon εισήγαγε τον όρο “Satisficing” ο οποίος προκύπτει από το συνδυασμό των λέξεων “satisfy” και “sufficing”. Πρόκειται για ένα φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν κάτι το οποίο είναι ικανό να καλύψει ένα μεγάλο μέρος των προσδοκιών τους χωρίς να ρισκάρουν, χωρίς μεγάλο κόστος και κάνοντας χρήση γνώριμων διαδικασιών. Όμως ο Herbert δηλώνει ότι αυτή η στρατηγική δεν είναι πάντα η καλύτερη για να παίρνουμε αποφάσεις για τη ζωή μας γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ευκαιρίες δεν είναι πάντα απεριόριστες.
Όταν κάποιος λειτουργεί βάσει του φαινομένου αυτού, τελικά δεν υλοποιεί αυτά που πραγματικά τον εμπνέουν και άρα τον καθιστούν δημιουργικό. Δεν λειτουργεί με βάση τους εσωτερικούς του παρακινητές. Αυτοπεριορίζεται και οδηγείται σιγά σιγά στη μετριότητα.
Και τι είναι η Μετριότητα;
Όταν ήμασταν παιδιά, σε καθημερινή βάση μπορεί να δίναμε και μία διαφορετική απάντηση στην ερώτηση “Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;” Ήμασταν ανοικτοί και η φαντασία μας, άρα, η δημιουργικότητά μας δούλευε στα κόκκινα.
Αν θέσουμε αυτή την ερώτηση, ελαφρώς αλλαγμένη, σε ενήλικες-“Τι θέλεις να γίνεις;“-ουσιαστικά ποιος θέλεις να είσαι, το πιο πιθανό είναι να εισπράξουμε ως απάντηση ένα ειρωνικό χαμόγελο το οποίο ακολουθείται από λογικές εκφράσεις όπως… “με ένα δάνειο στο κεφάλι μου δεν μπορώ να γίνω τίποτα άλλο απ’ αυτό που είμαι.” Με άλλα λόγια οι περισσότεροι ενήλικες έχουν παραδοθεί. Έχουν παραιτηθεί από τις μικρές καθημερινές μάχες που πρέπει να δίνουν και δεν μπορούν καν να σκεφτούν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος εκτός από το γνώριμο.
Όταν κάποιος ξεκινάει την ενήλικη ζωή του δεν θέλει ποτέ να ζήσει στη μετριότητα. Δεν είναι συνειδητή επιλογή κανενός. Συμβαίνει όμως τελικά με την πάροδο των χρόνων, σιγά σιγά, μέσα από “Satisficing” επιλογές που φαίνεται να μην έχουν γυρισμό.
Με τον όρο “Μετριότητα” δεν εννοούμε ότι κάποιος κάνει “κακή” δουλειά ή δεν είναι αρκετός σε ότι αναλαμβάνει ή του ανατίθεται να κάνει, ή ότι δεν παραδίδει επιτυχώς τα projects που υλοποιεί.
Μπορεί για τον έξω κόσμο να είναι ένας πολύ επιτυχημένος άνθρωπος, όμως βαθιά μέσα του νιώθει συμβιβασμένος. Δε νιώθει τη σπίθα της δράσης και την ικανοποίηση που προκύπτει από την αυτο-εξέλιξή του. Δεν νιώθει ζωντανός.
Η αντίδραση πολλών ανθρώπων για να αποτινάξουν από πάνω τους αυτή την κατάσταση; Δουλεύουν περισσότερες ώρες και πιο σκληρά ή αλλάζουν δουλειά. Δηλαδή αυτό που ουσιαστικά κάνουν είναι να αλλάζουν το εξωτερικό τους περιβάλλον χωρίς να αλλάζουν οι ίδιοι νοοτροπία, χωρίς να αλλάζουν εσωτερικά.
Η λέξη μετριότητα-mediocrity προκύπτει από τις δύο λέξεις “medius” και “ocris”. Η πρώτη σημαίνει “μέση” και η δεύτερη “τραχύ βουνό”. Ουσιαστικά η λέξη μετριότητα σημαίνει να μένεις στα μισά της διαδρομής προς τη κορυφή ενός δύσκολου βουνού. Να μην εξελίσσεσαι με βάση τη δυναμική που έχεις. Πρόκειται για συμβιβασμό σε επίπεδο ικανοτήτων και δυνατοτήτων.
Οι άνθρωποι που δεν πέφτουν ποτέ στην παγίδα της μετριότητας είναι αυτοί πουσυνειδητά εξελίσσονται συνεχώς μαθαίνοντας νέα πράγματα, αποκτώντας νέες δεξιότητες και ικανότητες. Είναι αυτοί που δε διστάζουν να κολυμπήσουν στα βαθιά προσπαθώντας να απαντήσουν στις προκλήσεις που τους παρουσιάζονται, όσο δύσκολες κι αν είναι και όσο κι αν αναγκάζονται να βγουν από τη ζώνη άνεσής τους. Είναι άνθρωποι πουρισκάρουν και δεν αρνούνται να υπάρχουν μέσα στην αβεβαιότητα και στην πολυπλοκότητα.
Σίγουρα αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Όμως αυτοί οι άνθρωποι κάθε στιγμή της ζωής τους τη ζουν με την επίγνωση ότι αν σταματήσουν να αναπτύσσονται, να εξελίσσονται, τότε θα πεθάνουν. Και φυσικά γνωρίζοντας ότι η ξερή γνώση δεν προσφέρει τίποτα και ότι μόνο μαζί με τη δράση θα μπορούν να δημιουργήσουν κάτι το οποίο θα έχει θετικό και έντονο αντίκτυπο στην κοινωνία.
Άλλωστε…
“Μόνο εκείνοι που ρισκάρουν να πάνε πολύ μακριά είναι δυνατόν να ανακαλύψουν πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς“.
– T.S. Eliot
Δημοσιεύτηκε στο epixeiro.gr